- ηδυπορφύρα
- ἡδυπορφύρα, ἡ (Α)είδος πορφύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + πορφύρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυπορφύρα — ἡδυπορφύρᾱ , ἡδυπορφύρα fem nom/voc/acc dual ἡδυπορφύρᾱ , ἡδυπορφύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek